φυσιογνώστης

φυσιογνώστης
ο, θηλ. φυσιογνώστρια, Ν
επιστήμονας που ασχολείται με τις φυσικές επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιογνώστης — ο θηλ. τρια αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωσία (βλ. λ.), ο καθηγητής των φυσιογνωστικών μαθημάτων (ζωολογίας, φυτολογίας, γεωλογίας, βιολογίας κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

  • Γουάλας, Άλφρεντ Ράσελ — (Alfred Russell Wallace, 1823 – 1913). Άγγλος φυσιογνώστης. Την περίοδο 1848 52 εξερεύνησε μαζί με τον Γ. Μπέιτς τις όχθες των ποταμών Αμαζόνιου και Ρίο Νέγκρο και αργότερα το αρχιπέλαγος της Μαλαισίας. Την ίδια εποχή κατάρτισε ζωολογικές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”