φυσιογνώστης — ο θηλ. τρια αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωσία (βλ. λ.), ο καθηγητής των φυσιογνωστικών μαθημάτων (ζωολογίας, φυτολογίας, γεωλογίας, βιολογίας κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
Γουάλας, Άλφρεντ Ράσελ — (Alfred Russell Wallace, 1823 – 1913). Άγγλος φυσιογνώστης. Την περίοδο 1848 52 εξερεύνησε μαζί με τον Γ. Μπέιτς τις όχθες των ποταμών Αμαζόνιου και Ρίο Νέγκρο και αργότερα το αρχιπέλαγος της Μαλαισίας. Την ίδια εποχή κατάρτισε ζωολογικές,… … Dictionary of Greek